λεϊσμανίαση

λεϊσμανίαση
Βλ. λ. λεϊσμάνια.
* * *
η
ιατρ. παρασίτωση, κοινή στον άνθρωπο και στα ζώα, οφειλόμενη σε πρωτόζωο τού γένους λεϊσμανία, η οποία μεταδίδεται από τους σκύλους και από ορισμένα τρωκτικά με νυγμούς τού εντόμου φλεβοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leishmaniasis < νεολατ. leishmaniasis < leishmania + -iasis < -ίασης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… …   Dictionary of Greek

  • τσανάκι — το, Ν 1. πήλινο πιάτο, γαβάθα 2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;») 3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση 4. φρ. «χωρίζω τα τσανάκια μου» α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω… …   Dictionary of Greek

  • χανιώτικος — η, ο, Ν [Χανιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χανιώτες ή στα Χανιά 2. φρ. α) «συρτός χανιώτικος» είδος παραδοσιακού χορού από την περιοχή τών Χανίων β) «χανιώτικο σπυρί» η νόσος λεϊσμανίαση, επειδή ενδημούσε στην παραπάνω περιοχή.… …   Dictionary of Greek

  • Λαβεράν, Σαρλ Λουί Αλφόνς — (Charles Louis Alphonse Laveran, Παρίσι 1845 – 1922). Γάλλος μικροβιολόγος και επιδημιολόγος γιατρός. Ο Λ. σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο (1867). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αλγερία, όπου μετά από συνεχείς μελέτες κατόρθωσε να ανακαλύψει τον… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”